Δύο παράλληλες εκθέσεις για τον εικαστικό της συναρμογής Βασίλη Σκυλάκο.
Μάρω Βασιλειάδου
O Βασίλης Σκυλάκος (1930-2000) δεν έχανε ευκαιρία να δηλώνει ότι «ζωγραφίζει παίζοντας». «Η δουλειά μου άρχιζε πάντοτε από το οριακό εκείνο σημείο όπου κάτι άλλο είχε οριστικά αχρηστευτεί, είχε χάσει κάθε λόγο ύπαρξης, κάθε προηγούμενη λειτουργία. Με ενδιαφέρει να δώσω ζωή σε ό,τι δεν χρειάζεται πια, να κάνω ορατό ό,τι δεν υπάρχει», έλεγε.
Μιλώντας με την εικαστικό Ρένα Παπασπύρου γι’ αυτόν τον καλλιτέχνη που θεωρείται από τους πιο χαρισματικούς και συνεπείς της μεταπολεμικής γενιάς, τον θυμάται να μαζεύει από τον δρόμο ή από τα παλιατζίδικα άχρηστα και ευτελή υλικά, τα οποία ζωντάνευε στα έργα του. Mε την τέχνη της συναρμογής (assemblage), αυτά τα παραπεταμένα κατάλοιπα του αστικού, βιομηχανικού πολιτισμού γίνονταν «νεκρές φύσεις» αποτελούμενες από πλαστικά, καθημερινά αντικείμενα και παιδικά παιχνίδια. Ορισμένα από τα συγκεκριμένα παιχνίδια που ενσωματώθηκαν στα assemblages του Σκυλάκου ανήκαν και στα δικά της παιδιά που μεγάλωναν και δεν τα χρειάζονταν πια. Μόνο που ενταγμένα στα έργα, αυτά τα παλιά παιχνίδια μεταμορφώνονται σε «μνημεία μιας εποχής» και «υλοποιημένη μνήμη του παρελθόντος», όπως επισήμανε ο φιλόσοφος Χανς Χάιντς Χολτζ στο κείμενο που συνόδευε την ατομική έκθεση του καλλιτέχνη στην Αίθουσα Τέχνης Δεσμός το 1976.
Η Επη Πρωτονοταρίου
Η σχέση της Επης Πρωτονοταρίου του «Δεσμού» με τον Βασίλη Σκυλάκο ήταν στενή και δημιουργική. Υπήρξε ένας από τους ταλαντούχους καλλιτέχνες που έκαναν στην γκαλερί της ιστορικές εκθέσεις, και πολλές φορές οι δυο τους συνεργάστηκαν. Σε εκείνη λοιπόν, μία από τις πιο σημαντικές Ελληνίδες γκαλερίστες και στην παρακαταθήκη που μας άφησε, αφιερώνει ο ιστορικός τέχνης, επιμελητής εκθέσεων και δράσεων ΟΠΑΝΔΑ Χριστόφορος Μαρίνος τη μεγάλη αναδρομική έκθεση «Βασίλης Σκυλάκος. Το χέρι. Εργα 1957-1997» (έως 23/4).
Ο τίτλος της έκθεσης που παρουσιάζεται στην Πινακοθήκη Δήμου Αθηναίων αφενός δηλώνει τον έντονα χειρωνακτικό χαρακτήρα της δουλειάς του συγκεκριμένου καλλιτέχνη, αφετέρου αναφέρεται στο ομώνυμο παλαιοπωλείο που διατηρούσε, αλλά και στην ατομική έκθεση «Το χέρι. Εργαστήρι – Παλιατζίδικο», που πραγματοποίησε στον «Δεσμό» το 1992.

«Η δουλειά του Σκυλάκου είναι κατά βάση διαισθητική. Εδράζεται στο συναίσθημα παρά στη διάνοια», σχολιάζει ο κ. Μαρίνος για την πολύπλευρη καλλιτεχνική πρακτική του εικαστικού. Μιλώντας για τον τρόπο που προσέγγιζε την ύλη στα έργα του «ανασκάπτοντας» την επιφάνεια του παρόντος, ανακαλεί τον χαρακτηρισμό που δόθηκε τη δεκαετία του 1970 στους «Νέους Ρεαλιστές»: «αρχαιολόγοι του παρόντος».
«Ο Σκυλάκος, βέβαια, δεν είχε ανάγκη προσωνυμιών», λέει ο επιμελητής. «”Τέχνη δεν είναι μόνο να δημιουργείς πράγματα, αλλά και να παρατηρείς”, έλεγε χαρακτηριστικά. Και, όπως αποδεικνύει με το έργο που άφησε πίσω του, ο ίδιος ήταν ένας οξύνους παρατηρητής του αστικού πολιτισμού, που κατάφερε να αναδείξει τη χρησιμότητα του άχρηστου», καταλήγει ο ίδιος.
Ο Χριστόφορος Μαρίνος επιμελείται επίσης τη δεύτερη έκθεση για τον καλλιτέχνη, που εγκαινιάστηκε στη Roma Gallery την Τρίτη (έως 29/4). Η έκθεση «Travelogue. Εργα 1960-64» περιλαμβάνει έργα που φιλοτέχνησε ο εικαστικός όσο έμενε στο εξωτερικό (σπούδασε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Ρώμης, ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην Κοπεγχάγη και στο Παρίσι) και σε ταξίδια που έκανε εκείνη την περίοδο. Το οπτικό ημερολόγιο του Σκυλάκου καταγράφει –με τον πιο αφηρημένο τρόπο– τις εντυπώσεις του από αυτές τις σύντομες ή παρατεταμένες διαμονές σε ξένους τόπους.
Πηγή: www.kathimerini.gr